- κενός
- -ή, -ό (ΑΜ κενός, -ή, -όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος)1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος(α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)3. το ουδ. ως ουσ. το κενό(ν)(φυσ. και φιλοσ.) η απουσία κάθε υλικής πραγματικότηταςνεοελλ.1. μτφ. αυτός που εκστομίζει λόγια χωρίς περιεχόμενο και νόημα, φαφλατάς2. το ουδ. ως ουσ. το κενόα) άδειος χώρος («ανάμεσα στα τούβλα μένουν μεγάλα κενά»)β) η ατμόσφαιρα που περιβάλλει τη Γη από τα απώτατα στρώματά της ώς τα κατώτατα, που φθάνουν ώς την επιφάνειά τηςγ) μτφ. ατέλεια, έλλειψη («οι μαθητές έχουν πολλά κενά»δ) χάος3. φρ. τεχνολ. «τεχνολογία κενού» — όρος που χρησιμοποιείται για όλες τις κατεργασίες και τις φυσικές μετρήσεις που γίνονται σε πίεση μικρότερη από αυτήν τής φυσικής ατμόσφαιρας β) μαθ. «κενό σύνολο» — το σύνολο που δεν περιέχει κανένα στοιχείο και το οποίο συμβολίζεται με Oγ) «πέφτω στο κενό»i) πέφτω από ένα μέρος ψηλότερο ή από ιπτάμενο μέσο στην επιφάνεια τής γηςii) δεν βρίσκω ανταπόκριση, δεν έχω απήχηση, δεν φέρνω αποτέλεσμαμσν.1. μτφ. ανεκμετάλλευτος, απραγματοποίητος2. φρ. α) «εἰς κενόν» — ματαίωςβ) «εἰς κενὸν μεταστρέφομαι» — αποτυγχάνωαρχ.1. (για τόπο) ο στερημένος από ανθρώπους, αυτός που δεν κατοικείται2. (για τον νου) μτφ. ελλιπής, ανεπαρκής3. (για πρόσ.) α) μτφ. αυτός που μένει με άδεια χέρια, ο στερημένος από κάτιαυτός που στερήθηκε τον σύντροφό του («κενῆς λεαίνης», Σοφ.)γ) ορφανός4. (για χώρα ή πόλη) αφρούρητος, αφύλαχτος («χῶραι κεναί», Αισχίν.)5. στερημένος από νου, μωρός6. (το ουδ. πληθ., το θηλ. και το ουδ. εμπρόθ. αντί για επίρρ.) κενά ή κενεά ή διὰ κενῆς ή κατὰ κενοῡ ή εἰς κενόνματαίως, στον αέρα κ.λπ. ανάλογα με τα συμφραζόμενα («διὰ κενῆς ῥίπτειν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *ken- «άδειος», οπότε θα συνδεθεί με το αρμεν. sin «άδειος». Ο αρχικός ελλ. τ. θα πρέπει να έληγε σε u (ίσως *κενύς). Το ημιφωνικό στοιχείο μαρτυρείται στον επικ. τ. κενε (F)ός (πρβλ. ετε (F)ός), ενώ ο αττ. τ. κενός προέκυψε < *kenFoς (πρβλ. στενός < *στενFός) ή < κενεFός με συγκοπή.ΠΑΡ. κενότητα (-της), κενώ (-ώνω)αρχ.κενεότης, κενεώναρχ.-μσν.κενώς.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. κεν(ο)-. (Β' συνθετικό) διάκενοςαρχ.απόκενος, ημίκενος, μεσόκενος, πολύκενος, υπόκενος, φιλόκενοςνεοελλ.αερόκενος].
Dictionary of Greek. 2013.